-
1 θυρόω
A furnish with doors,ἱερόν IG12.24.7
; πρόπυλον ib.22.1046.16;νεὼς.. θυρῶσαι χρυσαῖσι θύραις Ar.Av. 614
(anap.): metaph.,βλεφάροις θυρῶσαι τὴν ὄψιν X.Mem.1.4.6
:—[voice] Pass., στεγόμενα καὶ τεθυρωμένα roofed and furnished with doors, Tab.Heracl.1.142, cf. IG 11(2).287 A 172 (Delos, iii B.C.), PAmh.2.51.14, 24(i B.C.); furnished with apertures, (Delos, ii B.C.); πολλαῖς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι to be furnished with many outlets, Luc.Hipp.8.
См. также в других словарях:
θυρώ — θυρῶ, όω (Α) [θύρα] 1. τοποθετώ θύρα σε κάτι, κλείνω με θύρα, κλείνω καλά 2. παθ. θυροῡμαι, όομαι α) έχω ανοίγματα («πίναξ τεθυρωμένος», επιγρ.) β) έχω ως θύρες («πολλαῑς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι», Λουκιαν.) γ) έχω πόρτες («στεγόμενα και τεθυρωμένα»… … Dictionary of Greek